- στόνυχες
- στόνυξsharp pointmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… … Dictionary of Greek
συλόνυξ — υχος, ό, ἡ, Α (για ψαλίδι) αυτός που κόβει τα νύχια («στόνυχες συλόνυχες» ψαλίδια για τα νύχια, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + ὄνυξ, υχος»νύχι»] … Dictionary of Greek